ἀναπορεύομαι
1 ir río arriba
πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεωςPTeb.5.28 (II a.C.),
ἐπὶ πλοίωνD.C.75.9.5.
2 salir hacia arriba prob. del pus al apretar la carne
πολλὴ ἀκαθαρσία ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχειAlc.306.1.2.3.
πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεωςPTeb.5.28 (II a.C.),
ἐπὶ πλοίωνD.C.75.9.5.
πολλὴ ἀκαθαρσία ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχειAlc.306.1.2.3.