ἀναπνοή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπ- Pi.P.4.199
I
op. ἐκπνοήEmp.B 100, Pl.Ti.78e,
καλεῖται δ' ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ ἀέρος ἀναπνοή, ἡ δ' ἔξοδος ἐκπνοήArist.Iuu.480b10.
2 respiración, aliento
ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασανPi.P.4.199,
ἀμπνοὰν στέρνων κάθελενPi.P.3.57,
οὐκέτ' ἀμπνοὰς ἔχονταS.Ai.416,
ἀμπνοὰς δ' οὐ σωφρονίζειE.HF 869,
τοῦ σώματος μὴ δυναμένου τὴν ἀναπνοὴν ἕλκεινHp.Mul.1.32,
incluyendo εἰσπνοή y ἐκπνοήArist.Iuu.471a7,
τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖνquitar la vida Plu.Rom.27, c. inf.
ἀναπνοὴν ἔχεις ... εἰπεῖνMen.Fr.656.6,
ὑπὸ τὴν ἀ.en un aliento, sin respirar Plb.10.47.9,
μέχρι τῆς ἐσχάτης ἀναπν[οῆςSB 10011.27, cf. Pl.Ti.33c, Arist.PA 639a20, Chrysipp.Stoic.2.215, Ph.2.263, Plu.2.680f
•personif.
μὰ τὴν ἈναπνοήνAr.Nu.627.
3 exhalación
ἀ. τοῦ πυρόςdel sol y la Vía Láctea, Placit.2.7.1 (= Parm.A 37),
ἀναπνοὴ ... ἀπὸ τῆς θαλάττηςThphr.HP 6.2.4, el Vesubio
τὰς ἀ. ἔχωνD.C.66.21.4.
II fig. respiro
τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάνPi.O.8.7,
πόνωνE.IT 92, Ariphro 7,
οὐ διδόντες ἀμπνοάςE.Andr.1137,
ἀναπνοὴν ... ἐν τῷ καύματιPl.Ti.70d,
ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσαPl.Phdr.251e,
ἤλπιζον ... ἀναπνοῆς τινος τεύξεσθαιPlb.1.71.3.
III
ἕως μὲν ἂν ἔχῃ τὸ ἕλκος ἔξω ἀναπνοήνHp.Morb.1.21, cf. Pl.Ti.85a, 91b, Plu.Aem.14.
2 sistema respiratorio de la boca y la nariz, D.S.2.12, Luc.Nigr.32.