ἀναπνευστικός, -ή, -όν
I
τόποςArist.Sens.445a27,
δύναμιςM.Ant.6.15.
2 que respira
τὰ μὴ ἀ. (ζῷα)Arist.Spir.482a8.
II subst. órganos de la respiración
τὰ ἀναπνευστικάAlex.Aphr.Pr.1.119.
τόποςArist.Sens.445a27,
δύναμιςM.Ant.6.15.
τὰ μὴ ἀ. (ζῷα)Arist.Spir.482a8.
τὰ ἀναπνευστικάAlex.Aphr.Pr.1.119.