ἀναπλέκω
• Alolema(s): poét. ἀμπλ- Mesom.2.12
I entrelazar, trenzar c. ac.
ἄνθεμα ... ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνουςPi.O.2.74,
τὰς τρίχαςPolyaen.8.26, Poll.2.35, de los rayos del sol
περὶ νῶτον ... οὐρανοῦ ἀκτῖνα ... ἀμπλέκωνMesom.2.12
•en v. pas. IG 5(1).1390.22 (Andania I a.C.), 5(2).514.10 (Licosura)
•fig.
ῥυθμὸν ἀνεπλέκομενAP 11.64 (Agath.),
διαλόγουςD.H.Comp.p.133.6,
ὕμνονNonn.D.48.190.
II en v. med.
1 trenzarse el pelo Luc.Nau.3
•c. ac. int.
κρωβύλουςD.H.Th.19.
2 mezclarse, combinarse
ἀναπλέκεσθαι δὲ μᾶλλον γαληνότητι τὸν θυμόνCyr.Al.M.70.1401D
•en part. perf. entremezclados, aglomerados
οἱ δ' ἀφειδῶς ἀναπεπλεγμένοιPlu.Brut.17, cf. Cyr.Al.M.75.528D.