ἀναπλάσσω
• Alolema(s): át. -ττω
I
τὰ μέλη τοῦ παιδόςPl.Alc.1.121d,
τὰ κηρίαArist.HA 624b18, cf. D.C.56.24.4, Dsc.5.88
•fig.
τὸν Ἀλέξανδρον ... τοῖς ψηφίσμασιν ἀναπλάττοντεςDemad.87.11.
2 farm. preparar
τροχίσχουςDsc.1.8.
3 fig. imaginar, inventar
... διπλάσια τῆς ἀληθείας κακάPhilem.160,
μεῖζόν τι ... ἀναπλάττοντεςPlb.3.94.2, cf. D.H.1.53,
κενάPhld.Oec.p.73,
ψευδωνύμουςPh.2.262,
αἰτίαςProcop.Arc.15.20, cf. Leont.H.Monoph.M.86.1776A
•abs., del alma, Metrod.Herc.831.14, cf. 17, Phld.D.1.17
•en v. med. mismo sent.
ψευδὴς ἱστορίης ῥῆσις ἀνεπλάσατοAP 9.710.
4 crear, componer, escribir
Θέσπις ὅδε, τραγικὴν ὃς ἀνέπλασα πρῶτος ἀοιδήνAP 7.410 (Diosc.),
ἐπιστολήνProcop.Arc.12.10, Philostr.VA 7.35,
τοὺς καλοὺς ἐκείνους λόγους ἀνέπλασενD.H.Dem.46, cf. Call.Fr.203.49.
II
•fig.
ταύτας (τὰς ἑταίρας)a base de maquillaje y postizos, Alex.98.5, cf. Teles p.43.12.
2 reconstruir, restaurar
οἰκίδιαPHal.1.183 (III a.C.)
•en v. med. reconstruirse
οἰκίανHdt.8.109.
3 recrearse de nuevo por el bautismo, Ep.Barn.6.14, cf. Gr.Naz.M.37.177C.