ἀναπηρία, -ας, ἡ
1 mutilación Cratin.168, Ar.Fr.445,
ἀ. τῶν σκελῶνArist.Pr.880b6, cf. Rh.1386a11,
δεῖ ὑπολαμβάνειν ὥσπερ ἀναπηρίαν εἶναι τὴν θηλύτητα φυσικήνArist.GA 775a15.
2 atrofia de la lengua del cocodrilo, Arist.PA 660b26.
ἀ. τῶν σκελῶνArist.Pr.880b6, cf. Rh.1386a11,
δεῖ ὑπολαμβάνειν ὥσπερ ἀναπηρίαν εἶναι τὴν θηλύτητα φυσικήνArist.GA 775a15.