ἀναξύω


1 raspar τὰ ... ἐν τῇ γῇ ὄντα (σημεῖα) ἀναξῦσαι Antipho 5.45, κἂν ... τὴν ἰλὺν ἀναξύσῃ Plu.2.637e, (ἀκάνθας) ἀναξύειν Paus.6.23.1, ἐξέλιπον οἱ κτένες ... διὰ τὸ ὄργανον ᾧ θηρεύοντες ἀνέξυον Arist.HA 603a23, de un ungüento μίσγε τῇ κηρωτῇ ψυγείσῃ καὶ ἀναξυσθείσῃ Orib.Ec.98.27.

2 dragar en v. pas. ἀναξυομένης τῆς γής Arist.HA 569b7.