< ἀναξοά
ἀναξῠράω >
ἀναξυνόω
tratar en común
,
consultar
ὅ τι ἔμελλεν ἢ λέγειν ἢ πράττειν
X.
HG
1.1.30 (ap. crít.), cf. Sud.s.u.
ἀνακοινώσασθαι
.