< ἀναξιοπαθέω
1 ἀνάξιος >
ἀναξιόπιστος
,
-ον
que no merece crédito
λόγοι
Eudem. en Simp.
in Ph
.115.25,
οἱ τεχνίται ἀναξιοπιστότεροι
Alex.Aphr.
in Metaph
.317.15.