< ἀναξιόλογος
ἀναξιοπαθέω >
ἀναξιοπάθεια
,
-ας, ἡ
indignación por trato injusto
κἂν εἴ τι ... ὑπ' ἀναξιοπαθείας δράσειεν
I.
AI
15.37, cf. Hp.
Ep
.17 (p.378).