ἀναξηρασμός, -οῦ, ὁ


desecación ἀ. τῶν γυναικείων τόπων Sor.99.20, γίνεται δὲ σπασμὸς κατὰ ἀναξηρασμόν Herod.Med.Rh.Mus.58.90, cf. Leonid. en Aët.16.44.