ἀνανήχομαι
• Morfología: [act. ἀνανήξας Hsch.]
I
ἐκ δ' ἁλὸς ἐς προχοὰςOpp.H.1.120.
2 subir a la superficie
δελφῖνεςPlu.2.985b
•fig. recobrarse
ἐκ κλύδωνοςPh.1.260,
ἀπὸ νόσουPaus.7.17.2, cf. Ael.NA 8.4.
II nadar Arist.Iuu.475b1.
ἐκ δ' ἁλὸς ἐς προχοὰςOpp.H.1.120.
δελφῖνεςPlu.2.985b
ἐκ κλύδωνοςPh.1.260,
ἀπὸ νόσουPaus.7.17.2, cf. Ael.NA 8.4.