< ἀναμωκάομαι
ἀναναιωτής >
ἀνανάγκαστος
,
-ον
1
incoercible
,
no sujeto a violencia
τοῦτο
Arr.
Epict
.1.6.40.
2
adv. -ως
sin trabas
o
molestias
καθεύδειν
Arr.
Epict
.3.24.39.