< ἀνάντης
ἀναντίθετος >
ἀναντίβλεπτος
,
-ον
1
no desdeñable
τοῦ φίλου νουθησία
Plu.2.67b.
2
que no se puede contrarrestar
διαίρεσις
Procl.
in Alc
.201.