< ἀνανεωτής
†ἀνανῆσαι· >
ἀνανεωτικός
,
-ή, -όν
renovador
θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν
I.
AI
11.107,
ὑγεία ἀνανεωτική
Procl.
in Ti
.2.63.28.