ἀνανδρία, -ας
• Alolema(s): jón. -ηΐη Luc.Syr.D.26
I ref. a hombres
1 falta de virilidad, impotencia Hp.Aër.16, 22, de eunucos, Luc.Syr.D.26.
2 falta de hombría, pusilanimidad, cobardía
ἀναδρίας ὕπο ἔνδον αἰχμάζεινA.Pers.755,
ὦ παγκάκιστε, τοῦτο γάρ σ' εἰπεῖν ἔχω, γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόνcanalla, pues no encuentro en mi lengua mayor insulto para tu cobardía E.Med.466,
ἀνανδρία γὰρ τοῦτό γεeso es cobardía, Com.Adesp.254.31Au.,
εἰς τοῦτ' ἀνανδρίας καὶ πονηρίας ἧλθονIsoc.14.28,
αἰσχύνη καὶ ἀνανδρία καὶ πάντα τὰ αἴσχισταD.4.42,
δειλίᾳ τε καὶ ἀνανδρίᾳ λιπόντε τὴν τάξινPl.Phdr.254c, cf. R.560d, E.Or.1031, And.Myst.56, Arist.Rh.1384a20, D.19.218, Plb.3.6.12, D.C.46.34.2.
II ref. a mujeres soltería
αἱ δ' ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμωνPlu.2.302f.