ἀναμφίλεκτος, -ον
1 indiscutible
(ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένηIM 93c 23 (II a.C.),
τιμήD.H.9.44,
ἀ]νεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάν[τωςPGiss.108.5 (II a.C.),
ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκταS.E.M.8.375,
πίστιςLongin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. -ως indiscutiblemente
κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτωςque hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.),
λέγεινLuc.Rh.Pr.15
•sin disputa
φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ.S.E.M.7.5, cf. Hsch.
•sin dudar
ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλειςConst. en Eus.HE 10.6.3.