ἀναμφισβήτητος, -ον
• Alolema(s): tb. ἀναμφίσβητος, -ον Dam.Pr.136
I
ἀρχήDiog.Apoll.B 1,
ἀριστεῖαLys.2.43,
ὄρχησιςPl.Lg.815b,
τεκμήριαTh.1.132,
κρίσιςArist.Pol.1283b5,
δόξαPlb.18.35.12,
πέραςPlu.2.742e,
δεσποτείαPLond.1735.8 (VI d.C.),
δεσπόταιPMonac.13.49 (VI d.C.).
2 sobre lo que nadie discute, bien conocido, reconocido
χώραX.Cyr.8.5.6.
II que no discute
ἀ. διετελέσαμενIs.8.44.
III adv. -ως sin crítica, sin disputa
ποιεῖνAntipho 5.16,
ἔστιPl.Sph.259b,
οἴσεσθαιPl.Euthd.305d,
ἡμῖν προσήκειIsoc.4.21,
ἐπιδέχεσθαιArist.Cat.11a2, cf. Is.4.16, D.17.25, Plb.11.18.8, PMasp.151.15.