< ἀναμονή
ἀναμορφοποιέω >
ἀναμορμύρω
• Prosodia:
[-ῡ-]
• Morfología:
[impf. iter. ἀναμορμύρεσκε
Od
.12.238]
bramar con borboteo
de Caribdis
Od
.l.c.,
ποταμός
Iul.
Or
.3.60d.