< ἀναμισθαρνέω
ἀναμίσθωσις >
ἀναμισθόομαι
• Alolema(s):
dór.
ἀμμ-
TEracl
.1.111
arrendar de nuevo
τὴν γῆν
IG
11(2).142.5,
τὸ χωρίον
IG
11(2).287A.136 (Delos III a.C.)
•
en v. pas.
TEracl
.l.c.