< ἀναλῠτήρ
ἀναλυτικός >
ἀναλύτης
,
-ου, ὁ
1
intérprete
de sueños
, Magn.4.
2
disolvente
op. συνυφάντης: τῆς διακρίσεως
Dam.
Pr
.161.