ἀναλωτικός, -ή, -όν
I
ἡδονήPl.R.558d, cf. 559c.
2 gastador
op. οἰκονομικόςD.C.56.41.5.
II consumidor
θυσιῶνPh.2.151
•destructor
(τῆς ὕλης)Iambl.Myst.2.5, del fuego, Clem.Al.Ecl.25.3.
ἡδονήPl.R.558d, cf. 559c.
op. οἰκονομικόςD.C.56.41.5.
θυσιῶνPh.2.151
(τῆς ὕλης)Iambl.Myst.2.5, del fuego, Clem.Al.Ecl.25.3.