ἀναλογισμός, -οῦ, ὁ
I proporción
κατὰ τὸν ἀναλογισμόνproporcionalmente doc. en D.18.106, cf. PRyl.219.8 (II a.C.)
•paralelismo, analogía
δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεωςS.E.P.1.147.
II
ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μέγα ἐγνῶσθαιTh.3.36, cf. 8.84,
ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦX.HG 5.1.19,
ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶνPlu.2.126f
•descubrimiento
ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε ἑαυτοῦ ἀρετῆς ... ἀφικνούμενοςD.C.39.24.4.
2 lóg. razonamiento analógico
op. ἐπιλογισμόςChrysipp.Stoic.2.89.36, cf. Clem.Al.Strom.8.9.32.