< ἀναληπτικός
ἀναλήψιμος >
ἀναληπτρίς
,
-ίδος, ἡ
• Alolema(s):
ἀναλημπτρίς
Sor.
Fasc
.41, 42
medic.
vendaje que sujeta
Gal.18(1).823, Sor.ll.cc.,
Hippiatr
.50.2.