< ἀναλδής
ἀναλεαίνει· >
ἀναλδήσκω
1
crecer
,
surgir
(los guerreros)
ἀναλδήσκοντες ὑπὲρ χθονός
A.R.3.1363.
2
brotar de nuevo
φῦλον
Opp.
C
.2.397.