< ἀνάλγητος
ἀναλδής >
ἀναλδαίνω
hacer crecer
,
producir
σταχύων ὠδῖνας ἀναλδαίνεις
Nonn.
D
.40.390,
καρπόν
Nonn.
Par.Eu.Io
.15.5.