ἀναλακτίζω
dar una patada hacia arriba
τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντωνAntyll. en Orib.6.31.2
•fig. despotricar, despreciar
ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσινClem.Al.Strom.7.16.95.
τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντωνAntyll. en Orib.6.31.2
ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσινClem.Al.Strom.7.16.95.