ἀνακῑνέω
• Alolema(s): -άω PHolm.113


I 1impulsar de un lado para otro, balancear ἀνακινήσαντες αὐτὸν μετέωρον ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας balanceándolo en el aire lo arrojaban sobre las lanzas Hdt.4.94, τὸ ὀστέον Hp.VC 21, cf. S.Fr.221.8.

2 arrancar, destrozar τὰς κρηπῖδας Agath.2.1.8, τὰ καθεστῶτα Agath.4.27.7.

II usos fig.

1 producir de nuevo νόσον S.Tr.1259.

2 azuzar, excitar a gallos de pelea, Pl.Lg.789c, πόλεμον Plu.Luc.5, ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plu.Pomp.16, τάς ἴυγας Aristaenet.2.18.34, προθυμίαν πρὸς τὴν τροφήν M.Ant.3.2, τὴν φωνήν Liban.Or.1.72.

3 suscitar τοὺς λόγους Plot.2.3.16, τὴν μνήμην Plot.4.4.5, en v. pas. αὐτῷ ὥσπερ ὄναρ ἄρτι ἀνακεκίνηνται αἱ δόξαι αὗται Pl.Men.85c.

4 en v. med.-pas. animarse, estar animado o excitado οἱ μὲν δὴ ἀνακινούμενοι ὡπλίζοντο Polyaen.4.9.2.