ἀνακᾰθαίρω
• Alolema(s): dór. ἀγκοθ- TEracl.1.132


A act. y med.

I 1limpiar τῶν τ' ἐσθιόντων ἀνεκάθηραν τοὺς πόρους limpiaron los conductos de los comensales (de ciertos cocineros que, al hacer una cocina sin especias fuertes, acabaron con las toses y estornudos de los banquetes), Anaxipp.1.16, τάφρους D.H.8.13, calles SEG 13.521.91 (Pérgamo II a.C.), τράφως ... καὶ ... ῥόως ... ἀγκοθαρίοντι TEracl.l.c., τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν Paul.Aeg.4.41
fig. ὁ λόγος ... ἀνακαθαίρει τὰς ἁμαρτίας Clem.Al.Paed.1.6.51, ἐπειδὴ ἀνεκαθήραμεν τῷ λόγῳ τὸν θεολόγον Gr.Naz.M.36.25C
de metales purificar, aislar en v. pas. ἀπορία πᾶσα ἦν τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Pl.Lg.678d.

2 podar en v. pas. ὁ δὲ μύρρινος ἀνακαθαιρόμενος Thphr.HP 1.3.3.

3 desbrozar, desescombrar, preparar un terreno para la construcción ἀνακαθήραντι τοῦ πύργου τὸ λιθολόγημα ... μισθωτεῖ IG 22.1672.47 (Eleusis IV a.C.), ἀνακαθᾶραι δὲ τῶν ἐπὶ τὸ στερεὸν θεμελίω[ν ID 505.20 (III a.C.), ἀνακαθαίρων τὸ προσθεμελιοῦμενον IG 12(2).11.2. (Mitilene)
en v. med. mismo sent. ἀνακαθηράμενον τὸ χωρίον Ath.Mitt.31.134 (Atenas IV a.C.), cf. IG 22.1668.8 (IV a.C.)
en v. pas. ἀνακαθαιρομένων τῶν οἰκοπέδων D.H.14.2, τῶν μετάλλων ἀνακαθαρθέντων descegadas las minas (para explotarlas de nuevo), Arist.Mir.834a27.

II fig.

1 barrer, eliminar ἀνακαθήρας τὸ βάρβαρον D.H.1.12
esp. en v. med. mismo sent. ἀνακαθηράμενοι ... πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάττης Pl.Mx.241d, τὸ πᾶν τὸ πρὸ ποδῶν ἀνακαθαίρειν Plb.10.30.8
barrer a su paso τὴν παραλίαν Plu.Alex.17.

2 explicar, aclarar, interpretar ἔστι δὲ καὶ ... ἀνακαθᾶραι τὴν τῶν νοερῶν τροχῶν εἰκονογραφίαν Dion.Ar.CH M.3.337D, (δόγματα) ἅ ... ἀνεκεκάθαρτο Porph.Plot.3.26.

B usos esp. de la v. med.

1 medic. expeler por arriba, limpiarse por arriba ὁκόσοι πλευριτικοὶ γενόμενοι οὐκ ἀνακαθαίρονται cuantos teniendo pleuresía no se les limpia el pecho Hp.Aph.5.8, ἀκμαζούσης δὲ τῆς περιπνευμονίης ἀβοήθητον μὴ ἀνακαθαιρομένου Hp.Acut.(Sp.) 33.

2 purificarse, aclararse del aire καὶ ἤδη τοῦ ἀέρος ἀνακαθαιρομένου καθορῶντες τὰ γινόμενα Plu.Flam.8.

3 fig. sacar, exponer μέθης πέρι, σμικροῦ πράγματος, παμμήκη λόγον ἀνακαθαιρόμενος Pl.Lg.642a.