ἀνακήρυκτος, -ον
proclamado ruidosamente, ensalzado, glorificado
ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαιςDion.Ar.Ep.M.3.1085A, sent. peyor.
ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεωςNil.M.79.412C.