< ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέομαι >
ἀνακέκλομαι
• Morfología:
[aor. part. -κεκλόμεναι]
llamar a gritos
(νύμφαι) Πᾶν' ἀνακεκλόμεναι
h.Pan
.5.