< ἀνακαλύπτως
ἀνακαμπή >
ἀνακάλυψις
,
-εως, ἡ
revelación
κακῶν
Plu.2.518d,
μυστικὴ ἀνακάλυφις
Eus.
VC
4.34 (p.130.26).