< ἀνακύφω
ἀνακωδωνίζω >
ἀνακωδίκευσις
,
-εως, ἡ
codificación
ἀνακωδίκευσις ἐγένετο τῶν παλαιῶν νόμων
Io.Mal.
Chron
.M.97.657C.