< ἀνακυκλητέον
ἀνακυκλόω >
ἀνακυκλισμός
,
-οῦ, ὁ
giro
,
revolución
ἐνιαυτοῦ τινος μεγάλου τὸν ἀνακυκλισμὸν λαμβάνει
D.S.12.36.