< ἀνάκτισις
ἀνακτόκος >
ἀνακτίτης
,
-ου, ὁ
posible corrupción por ἀναγκίτης q.u., n. de la piedra
galactita
τόν ῥα παλαιγενέες μὲν ἀνακτίτην ἀδάμαντα κλεῖον
Orph.
L
.194, v. ἀναγκίτης.