ἀνακτάομαι


I 1de cosas recuperar, recobrar δῶμ' ἀνακτήσῃ πατρός A.Ch.237, τυραννίδα Hdt.1.61, τὴν ἀρχήν Hdt.3.73, τὸ Ἄργος Hdt.6.83, ἀνακτησάμενος τὰ[ν] ... χώραν IG 12(1).1036 (Rodas II a.C.), ταῖς πόλεσιν ... τὴν ἐλευθερίαν D.S.16.14, cf. D.C.Epit.8.22.5, τὴν νῆσον ... πᾶσαν D.C.Epit.9.4.1
de tierras abandonadas PCornell 20a.7, 27 (IV a.C.), SB 10989.18 (IV a.C.)
reparar τὰς ἐλαττώσεις Plb.10.33.4, τοὺς λοιποὺς (ναούς) αὐτὸς ἀνεκτήσατο D.C.53.2.4, τὴν πλεονάσασαν ... ἔκλυσιν ἀνεκτήσατο Ἀριστείδης Arístides puso término a la extendida ... decadencia (de la oratoria), Longin.Fr.12
reinstaurar, restablecer ἀνεκτήσατο τὰς ... θυσίας IG 22.1338.13 (Eleusis I a.C.), τὰ δόγματα IG 22.1368.14 (II a.C.).

2 de pers. hacer restablecerse, reanimar, animar ἀνεκτᾶτο καὶ τὰς ψυχὰς ἅμα καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν Plb.3.60.7, cf. 3.87.3, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων ἀνακτησάμενοι D.H.2.42, τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τηλικαύτης καταφθορᾶς ... ἀνακτωμένους a los hombres que se reponían después de tan gran catástrofe, UPZ 110.127 (II a.C.), λειποθυμοῦντάς τε ἀνακτᾶται Dsc.3.31, ἑαυτὸν ... ἀνεκτᾶτο I.AI 9.123, cf. Arr.Epict.3.25.4, ἐμαυτὸν ἀνακτήσα[σθαι ἀ]πὸ τῶν καμάτων PFay.106.18 (II a.C.), τοὺς φίλους Luc.Tox.55.

II de pers. ganarse, ganarse el favor de τὸν θεόν Hdt.1.50, ἀνακτήσομαί σε X.Cyr.1.3.9, cf. D.61.51, τὴν μητέρα Men.Pc.313, παμπόλλους φίλους X.Cyr.2.2.10, τοὺς ἐπταικότας D.C.44.47.3, ἔχοντας δυσμενῶς I.AI 15.365
de cosas ganar ἀνεκτᾶτο τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν πράγματα τοῖς Καρχηδονίοις Plb.2.1.6, τὰ δὲ πράγματα [ἀ]νεκτ[ά]σατο βασιλεῖ Μιθραδάτᾳ Εὐπάτορι IPE 12.352.43 (II a.C.).