ἀνακρίνω
• Alolema(s): ἀγκ- Hsch.
• Prosodia: [-ῑ- en pres., -ῐ- en fut.]
A interrogar
I c. compl. de pers.
1 interrogar
ἀνακρίνοντες τῶν ἀφικνουμένων ἕκαστονPl.Ax.371c,
τοῦτον ἀνακρίνειν πόθεν ζῇpreguntarle de qué vive Diph.32.3,
τὸν πατέρα μουLXX 1Re.20.12
•en v. med. consultar un oráculo
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶνal que consultaba qué debía ofrecer a los dioses a cambio de su tartamudez Pi.P.4.63
•discutir c. pron. recíproco
τοὺς δὲ ἐπεὶ ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτοὺς ἠὼς κατελάμβανεHdt.9.56.
2 interrogar, hacer un interrogatorio esp. en sent. jur.
μετεπέμποντο Παυσανίαν ἀνακρινοῦντεςTh.1.95, cf. Antipho 2.1.9, Pl.Smp.201e, Lg.855e,
ἀνακρινάντω δὲ το[ὺς] μάρτυραςSIG 953.46 (Calimna II a.C.),
ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσίν ἐστιν αὕτη1Ep.Cor.9.3, en el interrogatorio previo a un juicio
ἀνακρίναντες δὲ ἡμᾶςIs.5.32,
τὸν ... θεράποντα ... σαφῶς ἀνακρίναντεςAntipho 2.3.2, cf. And.Myst.101,
ἀνακρίνας τοὺς φύλακαςAct.Ap.12.19
•c. dat.
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ἡμῖνD.48.31
•en gener., abs.
περὶ παρατάξεωςPlb.12.28a.8,
περὶ πάντωνAct.Ap.24.8,
ὑπὲρ τῶν κατὰ τὸν Σωσίβιον καὶ Βῶλιν ἀνακρινόμενοςPlb.8.17.6, cf. Arr.Epict.1.1.20.
3 juzgar en v. pas.
σαρκικῶς γὰρ οἱ τοιοῦτοι ἀνεκρίθησανEpiph.Const.Haer.55.5.
4 examinar, probar a un magistrado para conocer su idoneidad
ὥσπερ γὰρ τοὺς θεσμοθέτας ἀνακρίνετεD.57.66, 70, sobre cualquier tipo de conocimiento
πάντες γὰρ μέχρι τινὸς ἐπιχειροῦσιν ἀνακρίνειν τοῦς ἐπαγγελλομένουςArist.SE 172a32
•examinar a esclavos antes de la venta POxy.1209.19 (III a.C.), 1706.20 (III a.C.), SB 11277.23 (III d.C.).
II c. compl. de cosas
1 examinar, preguntar en gener.
τὴν γενὴν ἀνακρίνειCall.Fr.203.54,
τοὺς τῶν πρεσβυτέρων ἀνέκρινον λόγουςPapias 2.4,
οὐδ' ἀνακρίνοντος τοῦ καθηγουμένουPhld.Lib.p.21,
τὰς γραφάςAct.Ap.17.11.
2 examinar en sent. jur.
γραφαὶ δὲ καὶ δίκαι ... ἃς ἀνακρίνας εἰς τὸ δικαστήριον εἰσάγειArist.Ath.56.6.
B en v. med.-pas. diferir, posponer
τοῦ λαβεῖν τὴν αἴτησίν σουEphr.Syr.3.223D.