ἀνακράζω
• Morfología: [aor. ἀνέκραγον Od.14.467, Ar.Eq.670, tard. ἀνέκραξα LXX Id.7.20, BGU 1201.11 (II a.C.), Eu.Marc.1.23; fut. perf. ἀνακεκράξομαι LXX Il.4.16]
1 gritar muy frec. en aor. dar un grito
ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγονOd.l.c.,
οἱ δ' ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγονAr.l.c.,
οὔτε ἀνέκραγενde un moribundo, Antipho 5.44, cf. Theoc.26.12, Plb.36.7.3,
εἰς τὰ ὦτά μουLXX Ez.9.1,
ὡς ἠδύνατο μέγιστονHell.Oxy.15.2,
μέγα καὶ ἀπειλητικὸν ἀνέκραγενD.C.36.30.3, cf. 69.6.3,
ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀπεκρίνατο λέγωνHierocl.Facet.46,
ἀμφὶ δὲ νεκρῷ θοῦρος Ἄρης ἀνέκραγεNonn.D.4.417,
ἀνέκραξεν φωνῇ μεγάλῃEu.Luc.4.33, cf. BGU l.c., Plu.2.4e, 757c
•c. doble ac. proclamar a gritos
ἐπαιάνιζόν τε καὶ Ἰουστινιανὸν βασιλέα καλλίνικον, ἅτε νενικηκότες, ἀνέκραγονProcop.Pers.2.8.29
•c. constr. complet.
ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοιAr.Ec.431, cf. X.An.5.1.14, o c. consecutiva,
τηλικοῦτ' ἀνεκράγετε ... ὥστεD.21.215
•c. inf.
ἀνακραγόντων βάλλεινPlu.Phoc.34.
2 del que canta o pronuncia un discurso alzar, subir la voz
εἴ τι πέραν ἀερθεὶς α ἀνέκραγονPi.N.7.76
•hablar a gritos
πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγεArist.Ath.28.3.
3 de animales chillar
ψᾶ]ρεςStesich.88.2.21S.
•ulular de la lechuza
ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃMen.Fr.620
•croar de las ranas
κοὰξ κοὰξ ἀνακράζωνBabr.191.8.