ἀνακριτικός, -ή, -όν
gram. interrogativo, modo interrogativo
οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήνAn.Ox.1.104.
οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήνAn.Ox.1.104.