< ἀνακρήμνημι
ἀνακριβής >
ἀνακρημνίζω
apuntalar
ὑπονόμον ... ἐφ' ἕνα τῶν πύργων ὑπορύξαντες ἀνεκρήμνισαν αὐτόν
I.
BI
2.435.