< ἀνακούφισις
ἀνακουφιστής >
ἀνακούφισμα
,
-ματος, τό
elevación de brazos
τὰ δὲ ἀνακινήματα καὶ ἀνακουφίσματα τὴν μὲν σάρκα ἥκιστα διαθερμαίνει
Hp.
Vict
.2.64.1.