ἀνακουφίζω
I
κάρα βυθῶνS.OT 23
•c. solo ac. ayudar a incorporarse
δέμαςE.Or.218,
τὴν δεξιάνlevantar la mano derecha Aristaenet.1.4.18,
ἑαυτὸν εἰς τὴν ἀνάβασινpara montar a caballo, X.Eq.7.2,
τὸ σφαιρίον εἰς τὸν ἀέραHero Spir.2.6,
τὴν κεφαλήνPhilostr.VA 2.36,
δίκτυαNonn.D.16.86,
θώρηκαNonn.D.37.477, en v. med. mismo sent.
σεαυτὸν ἀνακουφιζόμενονPMag.4.540
•fig.
πρὸς τὰ βελτίονα ἀ. αὐτόνsubirse al mejor (platillo de la balanza), Plu.2.469c,
τῇ ἀρετῇ ἀνακουφιζόμενος εἰς τὰ ἐπουράνιαNil.M.79.304D.
2 hacer ligero, hinchar
ἀὴρ ἀνακουφίζει (τὸν ἀσκόν)Arist.Pr.939a35, cf. POxy.44.14 (I a.C.)
•fig. aligerar
τοὺς πόνουςIambl.Protr.20
•en v. med.-pas. sentirse ligero o aligerado
ἀνεκουφίσθην δέμαςE.Hipp.1392,
ἀνακουφίζεσθαι τῆς λύπηςThphr.Sens.45, mentalmente, X.HG 5.2.28.
II mover ligeramente del viento
(αἰγείρου κάρα)S.Fr.23, cf. Heph.Astr.2.1.34.
III sustraer, restar
ἀνακουφισάντων δὲ ἡμῶν ταύτας (sc. ὥρας) ἀπὸ τὴς γενεθλίου ἡμέραςCat.Cod.Astr.8(1).146.