ἀνακοντίζω
1 intr. saltar en chorro o surtidor
αἷμα δ' ἀνηκόντιζε διὰ στρεπτοῖο χιτῶνοςIl.5.113, de agua, Hdt.4.181.
2 tr. lanzar
θαλασσίους αὔραςCallistr.14.3, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.8.
3 fig. apuntar, referirse
εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν ἈδάμMeth.Symp.3.8 (p.35.9).