< ἀνακολαφίς
ἀνακόλλημα >
ἀνακολλάω
1
engomar
,
pegar
τρίχας
Dsc.2.133.
2
en v. pas.
ser plegado
,
doblado
χιτὼν ... ἐφ' ἑαυτὸν ... ἀνακεκολλημένος
Lyd.
Mag
.2.13.