< ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινόω >
ἀνακοινέομαι
• Morfología:
[imperat. ἀνακοινέο]
comunicar
πρῆξιν μηδὲ φίλοισιν ὅλως ἀνακοινέο πᾶσι
Thgn.73.