ἀνακογχῠλιάζω
1 desconchar, romper el sello, e.d., alterar
τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζωνAr.V.589, cf. Aristid.Or.51.9.
2 hacer gárgaras
ὕδατιPl.Smp.185d, cf. Hsch.
τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζωνAr.V.589, cf. Aristid.Or.51.9.
ὕδατιPl.Smp.185d, cf. Hsch.