ἀνακλάω


I 1torcer, doblar, echar hacia atrás τὰ ξύλα Hp.Fract.13, δέρην E.Or.1471, τὴν οὐράν D.Chr.12.2, τὸν τράχηλον D.Chr.5.25, πρὸς τὸν οὐρανὸν ... τὴν γλῶσσαν Aret.CA 1.7.4, abs. σὺ ἐπιβὰς ἀνάκλα POxy.466.29 (II a.C.)
v. pas. τὴν κεφαλὴν ἀνακεκλασμένην μεσηγὺ τῶν ὠμοπλατέων Aret.SA 1.6.6
fig. doblarse, desternillarse, partirse de risa ἀνακλᾶσθαι τῷ γέλωτι Chrys.M.47.323.

2 apartar, echar hacia atrás, separar ἃς (μηχανάς) βρόχους τε περιβάλλοντες ἀνέκλων Th.2.76, cf. D.C.66.4.4.

3 v. med. echarse o doblarse hacia atrás c. ac. de rel. τὸν τράχηλον ἀνακεκλασμένη Theopomp.Com.54, ἀνακεκλασμένοι Hp.Coac.64.

II v. act. echarse encima Dicaearch.Phil.23.

III 1de la luz reflejar το φῶς ἐπὶ τὴν ὄφιν Plu.2.696a
esp. en v. pas. ser reflejado, reflejarse Arist.Mete.375b23, 340a28, Euc.Opt.19, de los llamados rayos visuales ἀνακλωμένης τῆς ἡμετέρας ὄψεως ἀπὸ τῆς ἐλκομένης ὑγρότητος ὑπ' αὐτοῦ πρὸς τὸν ἥλιον Arist.Mete.343a3, ἀνακλωμένων ... τῶν ἀκτίνων τῆς ὄψεως Damian.Opt.12, de la luz y de los rayos visuales κατ' ἴσας γωνίας τῶν ἐνεργειῶν ἀνακλωμένων Phlp.in de An.331.21.

2 del eco resonar en v. med. ἀνακλᾶσθαι ... τὴν φωνήν Thphr.Sens.53.

3 hacer rebotar, devolver ἡ ἀνακλαθεῖσα σφαῖρα ... ἐκινήθη ... ὑπὸ τοῦ βάλλοντος Arist.Ph.255b27, fig. ὁ μῦθος ἐνταῦθα λόγου τινὸς ἔμφασίς ἐστιν ἀνακλῶντος ἐπ' ἄλλα τὴν διάνοιαν este mito es el reflejo de cierta narración que nos devuelve a otras cosas Plu.2.359a.

4 métr. μέτρον ἀνακλώμενον del jónico a minore con anaclasis, Heph.12, ἀνακλώμενον δὲ καλεῖται τὸ μέτρον διὰ τὴν ποιὰν τοῦ μέτρου συμπάθειαν Sch.Heph.12, cf. Mar.Vict.p.95, Atil.Fortunat.6.290.14
v. act. μελῳδικῶς ἀνακλᾶν hacer un canto sincopado Chrys.M.48.1060.