ἀνακινδυνεύω
arriesgarse, correr el riesgo
φροντίσας ... ὡς ... οἱ κρέσσον εἴη ἀνακινδυνεῦσαι ἢ κατεργάσασθαι τὴν ἙλλάδαHdt.8.100,
οἱ Μασσαλιῶται νεῶν σφισι ... αὖθις πεμφθεισῶν ἀνεκινδύνευσανD.C.41.25.1, cf. 42.1.4
•c. part.
ὡς χρεὸν εἴη τὸν μὲν στρατὸν ... μὴ ἀνακινδυνεύειν συμβάλλοντα;Hdt.9.26
•c. dat.
τί ... δεῖ σε ναυμαχίῃσι ἀνακινδυνεύειν;Hdt.8.68α.