ἀνακηρύσσω
• Alolema(s): át. y koiné -ύττω; dór. ἀγκ]αρ- B.10.27; ἀνακαρ- TC 178 (Calimna); arcad. ἀνκαρ- IG 5(2).16.6 (Tegea III a.C.); lesb. ὀγκαρ- IG 12(2).645.37 (Neso), IG 12.Suppl.(2).2.6 (Mitilene III a.C.)
I
φόνον τὸν ΛαΐειονS.OT 450,
μὴ ἀνακηρυχθῇ ... ἡ βδελυρία εἰς ... πόλινAeschin.1.60,
σῶστραX.Mem.2.10.2
•en gener. anunciar Poll.8.139.
2 proclamar, anunciar públicamente, pregonar c. ac. de pers.
Ἰσθμιονίκαν δίς ν[ιν ἀγκ]άρυξαν ... προφᾶταιB.l.c.,
τοὺς νικῶνταςAr.Pl.585, cf. Hdt.6.103, Th.5.50,
σωτῆρα τὸν Ἀντίγονον ἀνεκηρύξατεPlb.9.36.5,
δεδόχθαι τᾶι πόλι ἀνκαρῦξαι αὐτὸς ἀνδραγαθίαν κατὸν νόμονIG 5(2) l.c.
ὀγκαρυσσέτω ἀνδραγαθίας ἕνεκαIG 12(2) l.c.
•en v. pas.
τοῖς Ὀλυμπίοις ἀνακηρυττομένου αὐτοῦPlu.2.230d, cf. Crantor en S.E.M.11.54, de esclavos
ἀνεκαρύχθησαν ἐπ' ἐλευθερίᾳTC l.c.
•c. part.
ὡς καὶ δεύτερον ὑπατεύσαντα ἀνεκήρυξενD.C.46.46.4
•c. ὅτι:
ἔδοξε τᾷ βόλλᾳ ... ὀγκάρυξαι ... ὅτι στε[φάνοϊ ὀ δᾶμος ...IG 12.Suppl.l.c.
3 fig. c. ac. de pers. ensalzar
ἀεὶ ... διετέλεις ἀνακηρύττων καθάπερ ἀγαθὸν ἥρωαIul.Or.1.46a
•abs.
ὁ τῶν ἀγγέλων δεσπότης ἐπαινεῖ καὶ ἀνακηρύττειChrys.M.64.525D.
II sacar a subasta, subastar jóvenes para el matrimonio en Babilonia, Hdt.1.196.