ἀνακηδής, -ές


desocupado, tranquilo ὁ μὲν εὔθυμος εἰς ἔργα ἐπιφερόμενος ... ἀνακηδής ἐστιν Democr.B 174
en sent. peyor. οἱ κακοὶ ... ἀνακηδέες γίγνονται Democr.B 254.